- μολυβδοχοΐζω
- μολυβδο-χοΐζω, [dialect] Att.[tense] fut. -ιῶ,A = μολυβδοχοέω 2, IG22.1670.5(iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυβδοχοΐζω — (Α) στερεώνω κάτι με λειωμένο μόλυβδο, π.χ. ένα άγαλμα πάνω στο βάθρο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μολυβδοχοώ*] … Dictionary of Greek